σαρακοστεύω

σαρακοστεύω
αμετ. прям. , перен. поститься

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σαρακοστεύω" в других словарях:

  • σαρακοστεύω — βλ. πίν. 17 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σαρακοστεύω — Ν [Σαρακοστή] (αμτβ.) 1. τηρώ την Σαρακοστή, νηστεύω 2. (κατ επέκτ.) στερούμαι κάτι, ιδίως φαγώσιμο 3. μτφ. είμαι εγκρατής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού τεσσαρακοστός με αποκοπή τής συλλαβής τε(σ) κατά το σαράκοντα*] …   Dictionary of Greek

  • σαρακοστεύω — νηστεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»